- χοιρίδιο
- τουποκορ. του χοίρος μικρός χοίρος, γουρουνάκι, γουρουνόπουλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοιρίδιο — το / χοιρίδιον, ΝΑ (υποκορ. τού χοίρος) μικρός στην ηλικία χοίρος, γουρουνάκι νεοελλ. 1. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων 2. φρ. «ινδικό χοιρίδιο» ζωολ. ο ινδόχοιρος αρχ. (και χωρίς υποκορ. σημ.) χοίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
χοιρίδιο ινδικό — (cavia cobaya). Κατοικίδιο τρωκτικό της οικογένειας των καβιδών. Προέρχεται πιθανότατα από την άγρια μορφή (cavia cutleri), που ζει ακόμα στο Περού, όπου εκτρεφόταν ευρύτατα από τους Ίνκας από τα πανάρχαια χρόνια, έτσι που οι Ευρωπαίοι όταν… … Dictionary of Greek
ινδικό χοιρίδιο — Μικρό τρωκτικό της οικογένειας των καβιίδων με κοντά πόδια, το οποίο ζει στη Νότια Αμερική. Υπάρχουν πολλά είδη ι.χ., το γνωστότερο από τα οποία είναι το κατοικίδιο καβίακοβαύα, που εκτρέφεται κυρίως στο Περού για το κρέας του. Άλλα είδη είναι η… … Dictionary of Greek
ινδόχοιρος — Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο. * * * ὁ το ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
γουρουνόπουλο — το μικρός χοίρος, χοιρίδιο … Dictionary of Greek
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
μετάχοιρον — μετάχοιρον, τὸ (Α) το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χοῖρος] … Dictionary of Greek
χλούνιον — τὸ, ΜΑ [χλούνης] χοιρίδιο, μικρός χοίρος … Dictionary of Greek